Περικλής
Γεννήθηκε το 495 π.Χ. από πλούσιους γονείς. Η μητέρα ήταν εγγονή του Κλεισθένη και ο πατέρας του γνωστός στρατηγός που πολέμησε εναντίον των Περσών. Είχε μαθητεύσει στον φιλόσοφο Ζήνωνα, ο οποίος ήταν μαθητής του Παρμενίδη, αλλά περισσότερο επηρεάστηκε από τον Αναξόρα στη σκέψη και το ήθος. Το 472 π.Χ. έγινε γνωστός όταν το έργο του Αισχύλου «οι Πέρσες», που είχε επιχορηγήσει, κέρδισε το πρώτο βραβείο. Το 461 π.Χ. έκανε τα πρώτα δυναμικά βήματα στην πολίτική όταν με τον πολιτικό Εφιάλτη διαφώνησαν. Μετά την δολοφονία του Εφιάλτη, και τον εξοστρακισμό του Κίμωνα, του βασικότερο πολιτικού του αντιπάλου, ανέλαβε την ηγετική θέση στο δήμο. Στα επόμενα 10 χρόνια, ηγήθηκε πολλές στρατιωτικές και ναυτικές επιχειρήσεις, που ενδυνάμωσαν την Αθηναική κυριαρχία. Μετά την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου, υπέγραφτηκε εκεχειρία με την Περσία. Το 451 π.Χ. ο Περικλής έκανε ριζικές αλλαγές στην Αθηναϊκή δημοκρατία. Ρύθμισε να πληρώνονται οι δικαστές από το ταμείο της πόλης, και περιόρισε τους Αθηναίους πολίτες σε όσους είχαν και τους δύο γονείς Αθηναίους. Πολλά ειπώθηκαν για τον ιδιωτικό του βίο, κυρίως μετά το χωρισμό με την γυναίκα του, που είχαν αποκτήσει μαζί δύο γιούς. Μετά συζούσε με την Ασπασία, την πανέμορφη και πανέξυπνη εταίρα. Προκάλεσε σκάνδαλο ο τρόπος που την αντιμετώπιζε ως ίση, σε μία αυστηρά ανδροκρατική κοινωνία. Τελικά την παντρεύτηκε και μαζί απέκτησαν ένα γιό. Ο Περικλής ήταν γνωστός ως «Ολύμπιος», για τη ρητορική ικανότητα.
Στην διαρκεία της διακυβέρνησης του, υποστήριξε την ανάπτυξη των τεχνών και η περίοδος αυτή ονομάστηκε «Χρυσούς Αιών», γιατί τότε η Αθήνα έφτασε στο απόγειο της δύναμης της, του πολιτισμού και της δόξας της. Όταν μεταφέρθηκε το ταμείο της Αθηναϊκής συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, βρήκε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει ένα από τα πίο φιλόδοξα ονειρά του, την ανέγερση του Παρθενώνα, ενός ναού προς τιμή της θεάς Αθηνάς. Ο ίδιος ανέθεσε το έργο στον φίλο του και γνωστό γλύπτη, τον Φειδία. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, σε μία επίθεση από τον στρατό των Λακεδαιμονίων, ο Περικλής προτίμησε να αποφύγει να πολεμήσει και παρέτρεψε τους Αθηναίους να μείνουν μέσα στα μακρά τείχη και ο στόλος έφερνε τις προμήθειες στον Πειρεά. Το 430 π.Χ., έναχρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, ο Περικλής εκφωνεί τον «Επιτάφιο», το λόγο προς τιμή των πεσόντων στρατιωτών της πόλης. «Oι πεσόντες δεν ήταν όλοι ήρωες, αλλά με τον θάνατό τους εξάλειψαν τις αδυναμίες τους. Ξέρω ότι για την αγάπη τους προς την Αθήνα τους χαροποεί αυτό. Ήταν όλοι ίσοι, φεύγοντας από αυτό τον κόσμο με τα μάτια τους όχι γεμάτα με τρόμο, αλλά με δόξα».
Πολύ σύντομα, μία θανατηφόρος επιδημία άρχισε να εξαπλώνεται στο λαό που ήταν μέσα στα τείχη, σκοτώνοντας περίπου 80,000 άτομα μεταξύ αυτών και τους γιούς του Περικλή από τον πρώτο γάμο. Μάταια προσπάθησε να αλλάξει το νόμο σχετικά με τους Αθηναίους πολίτες, ώστε ο μοναδικός επιζών απόγονος του να γίνει νόμιμος κληρονόμος. Ήδη η πόλη που αγαπούσε είχε στραφεί εναντίον του. Ο δήμος του έβαλε πρόστιμο, τον καθαίρεσε από τα αξιώματα του και έστειλε αντιπροσώπους στη Σπάρτη για να ζητήσουν ανακωχή. Παρόλα αυτά ο κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από τον Περικλή και τον βοήθησε να έρθει γρήγορα ξανά στην εξουσία. Σύντομα έπεσε και ο ίδιος θύμα της θανατηφόρου επιδημίας και τελικά το 429 π.Χ. αυτός ο μεγάλος πολιτικός απεβίωσε.